- συγκρίτως
- σύγκριτοςcompactadverbialσύγκριτοςcompactmasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σύγκριτος — ον, Α [συγκρίνω] 1. σχηματισμένος με τη διαδικασία τής σύμπηξης, συμπαγής 2. αυτός που μπορεί να παραβληθεί, να συγκριθεί. επίρρ... συγκρίτως Α συγκριτικώς … Dictionary of Greek